απροσωπόληπτος

απροσωπόληπτος
-η, -ο
επίρρ. αμερόληπτος, αντικειμενικός, δίκαιος: Σε κάθε ζήτημα που θα έκρινε, ήταν κριτής απροσωπόληπτος. Ουσ. απροσωποληψία, η αμεροληψία, αντικειμενικότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀπροσωπόληπτος — not respecting persons masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απροσωπόληπτος — η, ο (AM ἀπροσωπόληπτος, ον) [προσωποληπτώ] αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, αμερόληπτος …   Dictionary of Greek

  • ἀπροσωπολήπτως — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons adverbial ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσωπόληπτον — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem acc sg ἀπροσωπόληπτος not respecting persons neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσωπολήπτοις — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσωπολήπτου — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσωπολήπτους — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσωπολήπτων — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσωπολήπτῳ — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροσωπόληπτα — ἀπροσωπόληπτος not respecting persons neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”